Ο Κώστας κατέβηκε στην Άρτα. Πριν το μεσημέρι εκεί στο ύψος των παλιών ορεινών πρακτορείων* πέρασε το δρόμο και πήγε στο ποτάμι για κατούρημα. Δεν ήταν συνηθισμένος να κατουρά στους βρωμοκαμπινέδες της Άρτας, αλλά στην πεντακάθαρη ύπαιθρο. Μέσα στα σκουπίδια είδε και ένα καπέλο. Εκείνη τη στιγμή του ήρθε μια φαεινή ιδέα, αυτό θα μου φανεί χρήσιμο σήμερα, σκέφτηκε. Το πήρε, το καθάρισε και το φόρεσε.
Κατεβαίνοντας αργότερα στην αγορά, απέναντι απ την εκκλησία του Αγιόρη, ήταν ένα εστιατόριο. Ο Κώστας μπήκε στο εστιατόριο, κάθισε σ ένα τραπέζι, έδωσε παραγγελία στο γκαρσόνι και ύστερα έβγαλε την καπελάρα του και την τοποθέτησε στη μέση του τραπεζιού.
Το γκαρσόνι τον περιποιήθηκε και ο Κώστας έφαγε σαν πασάς.
Έξω απ το εστιατόριο στο πεζοδρόμιο εκείνη την ώρα πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε την οδό Σκουφά.
Ξαφνικά ο Κώστας ανασηκώνεται και τρέχει προς την πόρτα φωνάζοντας Γιώργο, Γιώργο! Γιώργο !! στάσου σε θέλω! Ο Κώστας βγαίνοντας στην πόρτα του εστιατορίου, το γκαρσόνι έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά το αφεντικό φώναξε στο γκαρσόνι λέγοντας:
Άσε, ο κύριος θα ξαναγυρίσει, δε βλέπεις άφησε και το καπέλο στο τραπέζι !
Δυστυχώς ο Κώστας δεν ξαναγύρισε ούτε να πληρώσει ούτε να πάρει το καπέλο του.
Ένας άλλος χωριανός το μπχούστι** κατέβηκε στην Άρτα.
Σ ένα εστιατόριο το γκαρσόνι βγήκε έξω από την πόρτα και φώναζε: περάστε κύριοι! περάστε κύριοι! …… τρεις δραχμές το ψητό, δυόμιση το μαγειρευτό, μιάμιση τα μακαρόνια και οι σάλτσες ψητού τζάμπα!!!
Ο χωριανός κάθισε σ ένα τραπέζι και λέει στον εστιάτορα:
Βάλε μου τρεις σάλτσες ψητού, ψωμί δε θέλω έχω στον τρουβά μου !
Διαβάστε επίσης την κωμική ιστοριούλα Ο Παντελής, ο Κώστας και το εισιτήριο
ορεινών πρακτορείων* = στου Κοτσίλα, εκεί που είχαν τα τελευταία χρόνια καφενεία οι Καυκαίοι (Γιώργος και Ναπολέων).
μπχούστι** = Εμποροπανήγυρη Άρτας
Αφήγηση: Ανδρέας Παππάς Ιούλιος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος