Ο Κώστας ένα χειμωνιάτικο βράδυ νύχτωσε στην Καλεντίνη και πήγε να ξημερώσει* στο σπίτι του Δημητράκη. Ο Δημητράκης είχε μικροφαμελιά** και τη γυναίκα του λεχώνα***. Το σπίτι του ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο. Επειδή η κατάσταση ήταν δύσκολη ο Δημητράκης είπε στον Κώστα.
- Κώστα, θα σου βάλω στο καπάκι**** να φας και μετά πρέπει να φύγεις, εδώ καθώς βλέπεις δεν υπάρχει χώρος να κοιμηθείς.
Ο Κώστας αφού έφαγε λέει,
- Δημητράκη, πρέπει κάπου να με βολέψεις και για ύπνο.
- Αδύνατον, πρέπει να φύγεις για το σπίτι σου, απαντά ο Δημητράκης.
- Τι λες Δημητράκη, το σκέφτηκες; Μέχρι το σπίτι είναι τρεις ώρες πεζοπορία ! Είναι νύχτα, απάνω χιονίζει, αν φύγω απ εδώ θα πεθάνω στο δρόμο.
- Κώστα, τι να σου κάνω ; βλέπεις και συ, Δεν έχω χώρο να κοιμηθείς, πρέπει να φύγεις.
- Δημητράκη, αν φύγω θα πεθάνω στο δρόμο σου λέω. Δημητράκη, γίνε για λίγο εσύ εγώ !
Ο Δημητράκης, για λίγο έγινε Κώστας, του έδωσε ένα σάισμα****** και του λέει.
- Βάλτο το μισό στρώμα, το άλλο μισό σκέπασμα και βολέψου εκεί στη γωνία !
Ο Κώστας βολεύτηκε μια χαρά γιατί και στο σπίτι του δεν έχε καλύτερη περιποίηση.
ξημερώσει*= να φιλοξενηθεί μια βραδιά.
Μικροφαμελιά** = οικογένεια με πολλά μικρά παιδιά.
λεχώνα*** λεχώνες έλεγαν τις γυναίκες μέχρι να σαραντίσουν.
καπάκι**** = μεταλλικό μεγάλο πιάτο, Πολύ ανθεκτικό για πολλές - πολλές χρήσεις.
σάισμα****** = Υφαντό από μαλλί γίδας. Οι κάπες γινόταν άπ το ίδιο υλικό.
Αφήγηση: Παναγιώτης Αν. Ζαχάρης 10-7-2011.
Κώστας Α. Παππάς Καλεντίνη Ιούλιος 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος