Ο
συχωρεμένος, ο Ηλίας Βασιλάκης, καταγόταν απ
το Τετράκομο. Εγκαταστάθηκε στην Καλεντίνη πριν το 1960 ως υπάλληλος του Ταχυδρομείου Άνω Καλεντίνης. Έκτισε δυο σπίτια και ένα φούρνο. Ήταν ο πρώτος φούρνος στην Καλεντίνη, λειτούργησε για αρκετά χρόνια και μέχρι ν ανοίξει φούρνο ο Βασίλη – Κωτσίλας. Από το 1966 ως το 1974 ήταν προϊστάμενος του
ταχυδρομείου Καλεντίνης.
Από
το 1975 μέχρι να πάρει σύνταξη υπηρέτησε ως υπάλληλος στο ταχυδρομείο Άρτας.
Πριν τα 65 του χρόνια σκοτώθηκε σε ατύχημα.
Ήταν
κοινωνικός, αστείος και πολύ ετοιμόλογος.
Ήταν άριστος στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα όταν θύμωνε !
Σαν
φίλος και συνάδελφος μου διηγήθηκε την παρακάτω προσωπική ιστορία. Το ταχυδρομείο Καλεντίνης τότε στεγαζόταν σ ένα δωμάτιο του ισογείου στο κοινοτικό κατάστημα.
«
Εγώ έκανα κάτι λογαριασμούς και ο Μήτσιο Ανδρέου πιο πέρα καθόταν σε μια
παλιοκαρέκλα έχοντας τεντωμένα τα πόδια του πάνω σ
ένα παλιό τραπέζι της υπηρεσίας. Ξαφνικά άνοιξε
η πόρτα και εμφανίστηκε ένας γραβατοδεμένος
κύριος.
-
Καλημέρα
σας, είμαι επιθεωρητής, είπε ο άγνωστος
κύριος.
Σηκωθήκαμε, συστηθήκαμε και τον καλωσορίσαμε. Ο Μήτσιος έβαλε στην τσάντα μερικά γράμματα
και έφυγε για διανομή. Ο επιθεωρητής αμίλητος
– χωρίς να δεχτεί ούτε καφέ, άρχισε τον έλεγχο
στα οικονομικά και διαχειριστικά βιβλία. Μετά από τρεις - τέσσερες ώρες μετρώντας και τα λεφτά στο ταμείο έκλεισε τα βιβλία.
-
Κύριε
Βασιλάκη τα οικονομικά στοιχεία είναι σωστά και καθαρά, αλλά τα βιβλία σας είναι
πολύ τσαλακωμένα, μου λέει ο επιθεωρητής.
-
Τι
να κάνω κύριε επιθεωρητά, βιβλία είναι, τα χρησιμοποιώ καθημερινά, δε μπορεί θα
τσαλακωθούν και λίγο, απαντώ.
-
Δε
φταίει αυτό, φταίει που τα πετάτε άταχτα το ένα πάνω στ άλλο, πρέπει να τα
τοποθετείτε προσεκτικά το ένα δίπλα στο άλλο, συνέχισε ο επιθεωρητής.
-
Πως
έτσι; Άρχισα να τα τοποθετώ το ένα δίπλα
στο άλλο πάνω στο παλιοτραπέζι και αφού το τραπέζι γέμισε συνέχισα να τα
τοποθετώ στο πάτωμα. Έτσι γέμισα και το μισό χώρο του πατώματος.
-
Κύριε
Βασιλάκη, νομίζω πρέπει να σας δει γιατρός,
λέει ο επιθεωρητής.
-
Χθες
βράδυ με είδε ο αγροτικός γιατρός στο καφενείο και με βρήκε πολύ καλά, σήμερα κύριε επιθεωρητά έχουν σειρά άλλοι, του απάντησα.
Ο
επιθεωρητής μάζεψε γρήγορα - γρήγορα τα χαρτιά του, τάβαλε στην τσάντα του και
έφυγε χωρίς καν να με χαιρετήσει…. ».
Όπως
προείπα, ο Ηλίας είχε πολύ καλό προφορικό λόγο, αλλά δεν μπορούσε να γράψει ένα καλοσυνταγμένο κείμενο.
Το 1976, κάποια μέρα, στην Άρτα μάλωσε με τον προϊστάμενο του ταχυδρομείου Άρτας. Ο προϊστάμενος τον
κάλεσε σε απολογία και ο Ηλίας μου λέει:
-
Tο απόγευμα έλα στο
σπίτι να μου γράψεις την απολογία.
-
Τι
λες, του λέω, εσύ που τα λες τόσο ωραία και κομψά δε θα γράψεις
μόνο σου την απολογία;
-
Όχι
δε γράφω καθόλου καλά, στην προσπάθειά μου να γράψω χάνω το ειρμό των σκέψεών
μου, απαντά.
Το
απόγευμα πήρα το μαγνητόφωνο, πήγα στο
σπίτι του, τον τσάτισα λίγο και έκανε
μια πολύ καλή προφορική απολογία. Την απομαγνητοφωνήσαμε και τη γράψαμε σε δυο σελίδες χαρτί αυτολεξεί.
To 1977 στην Άρτα, σε μια παρέα νέων σε ηλικία ταχυδρομικών υπαλλήλων,
ένας σοσιαλίζων συνάδελφος, άρχισε να ρητορεύει για το πόσα λεφτά έχουν οι
εργοστασιάρχες, πως ζουν πλουσιοπάροχα και εμείς οι υπάλληλοι δουλεύουμε για ένα
ξεροκόμματο. Όλοι συμφωνήσαμε
και επαυξήσαμε εκτός του Ηλία, ο οποίος απαντά:
“Αντί να δοξάζουμε το Θεό, που τρυπώσαμε εδώια
στο ταχυδρομείο και τρώμε ξεκούραστα ένα κομμάτι ψωμί, ασχολούμαστε με το τι κάνουν
οι εργοστασιάρχες. Δε κοιτάτε δίπλα σας,
να δείτε τι φτώχεια έχουν οι γείτονές μας
! ”
Ήταν διαχρονικός.
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Μάης 2013 Κώστας Α. Παππάς