Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, από την Εύβοια, ήταν ένας «θρύλος» αποδράσεων. Στο σπίτι του στην Εύβοια έχει αποσυρθεί, ύστερα από 35 χρόνια άγριου κυνηγητού και παρανομίας.
Ο βαρυποινίτης Βαγγέλης Ρωχάμης, ήταν ψηλός, λεπτός με αθλητικό παράστημα. Καταδικάστηκε για παράνομη οπλοχρησία και σωρεία ληστειών, χωρίς τραυματισμούς.
Πολλές φορές η Αστυνομία τον εντόπιζε, αλλά ο Ρωχάμης με έξυπνες κινήσεις ξέφευγε. Σε μια περίπτωση εντοπίστηκε έξω απ τη Χαλκίδα, η Αστυνομία έδωσε εντολή σε μερικά περιπολικά να κλείσουν τις γέφυρες και άρχισε άγρια καταδίωξη. Ο Ρωχάμης διέθετε μοτορόλα και παρακολουθούσε τις συνομιλίες των Αστυνομικών. Πλησιάζοντας τη μικρή γέφυρα τις Χαλκίδας, με τη μοτορόλα του, υποδυόμενος τον συντονιστή των Αστυνομικών δυνάμεων, δίνει εντολή σ όλα τα περιπολικά, άμεσα να κατευθυνθούν στο Κέντρο τις πόλης, όπου οι αστυνομικοί τον έχουν εγκλωβίσει. Απελευθερώθηκαν οι γέφυρες και ο Ρωχάμης με ιλιγγιώδη ταχύτητα πέρασε τη γέφυρα. Ένα – δυο περιπολικά που τον ακολουθούσαν και δεν παρασύρθηκαν απ τις εντολές του, τον έχασαν στα υψώματα της Βοιωτίας. Ήταν καλός οδηγός και χρησιμοποιούσε κλεμμένα μεν, αλλά πολύ γρήγορα αυτοκίνητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80, σε μία απόδρασή του ο Ρωχάμης εντοπίστηκε έξω από τα Γιάννενα, αλλά και στην περίπτωση εκείνη ξέφυγε τον κλειώ των αστυνομικών.
Την περίοδο εκείνη ο Θανάσης Γεωργόπουλος, είχε αφήσει μούσι, μαύρο, μεγάλο και πυκνό. Κυκλοφορούσε με ένα κόκκινο αγροτικό αυτοκίνητο. Ο Κώστας ο Ζαχάρης, ο συχωρεμένος, εμφανισιακά έμοιαζε πολύ με τον Ρωχάμη. Εκείνες τις ημέρες ήταν άρρωστος στο Νοσοκομείο της Άρτας ένας συγγενής του και ήθελε να τον επισκεφτεί. Ένα απόγευμα ο Θανάσης που είχε και αυτός δουλειές στη Άρτα, πήρε στο Αγροτικό του τον Κώστα και κατέβηκαν στους Αγίους Αναργύρους. Αφού ο Θανάσης επισκεύασε σε ένα συνεργείο την εξάτμιση του αυτοκινήτου του, βγήκαν στον Εθνικό δρόμο για να πάνε στην Άρτα. Καθ οδό η τροχαία είχε μπλόκο και έκανε σήμα στο Θανάση να σταματήσει. Ο Θανάσης αντί να σταματήσει ανέπτυξε ταχύτητα. Οι αστυνομικοί πρόλαβαν και είδαν το μουσάτο οδηγό και το συνοδηγό που έμοιαζε καταπληκτικά στο Ρωχάμη. Μια μοτοσυκλέτα κυνήγησε το αγροτικό και το έφτασε πριν το στρατόπεδο (Διόδια). Ο μοτοσικλετιστής αστυνομικός κρατώντας το περίστροφο στο ένα χέρι, έκανε συνέχεια σήμα στο Θανάση να σταματήσει. Ο Θανάσης τον έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια. Ο μοτοσικλετιστής επικοινώνησε με τη βάση και δόθηκε εντολή σ όλα τα περιπολικά να σπεύσουν σε βοήθεια και να εγκλωβίσουν το κόκκινο αγροτικό, στο οποίο συνοδηγός ήταν ο επικίνδυνος Ρωχάμης. Σε λίγα λεπτά, τα περιπολικά έκλεισαν τον Εθνικό δρόμο, ακινητοποίησαν το Αγροτικό, συνέλαβαν και πέρασαν χειροπέδες στο Θανάση και στον Κώστα.
Αμέσως στην Άρτα διαδόθηκε ότι συνελήφθη ο Ρωχάμης. Πολλοί περίεργοι έσπευσαν έξω από την ασφάλεια να μάθουν λεπτομέρειες. Τη στιγμή που οι αστυνομικοί έξω από την ασφάλεια κατέβαζαν από τ περιπολικά τους συλληφθέντες , έτυχε εκεί και ο καθηγητής Γιάννης Παπαγεωργίου. Ο Γιάννης (αδελφός του τότε Νομάρχη Άρτας) κατευθύνθηκε στο αξιωματικό Υπηρεσίας και του είπε: Αφήστε ελεύθερους τους ανθρώπους. Αυτοί είναι χωριανοί μου, είναι απ την Καλεντίνη και δεν έχουν σχέση με το Ρωχάμη. Παρά ταύτα, ο αξιωματικός έδωσε εντολή ο μεν Κώστας να κλειδωθεί στο κρατητήριο και ο Θανάσης με χειροπέδες να μεταφερθεί για ανάκριση στο Γραφείο του. Ο αξιωματικός υπηρεσίες λέει στο Θανάση:
-Δώσε μου την ταυτότητα και το δίπλωμά σου. Ο Θανάσης απαντά μονολεκτικά.
-Δεν έχω .
-Γιατί δεν έχεις;
-Γιατί δε μου χρειάζονται.
-Από πού είσαι;
-Απ την Καλεντίνη.
-Πως λέγεσαι;
-ΘΑΝΑΣΗΣ.
-Το επίθετό σου;
-ΘΑΝΑΣΗΣ.
-Ο συνεργός σου πως λέγεται;
-Ρωτήστε τον να σας πει, απαντούσε ο Θανάσης.
Ο αξιωματικός τηλεφωνεί στο σταθμό χωροφυλακής της Καλεντίνης. Εκεί ο ενωμοτάρχης ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ, δεν αναγνωρίζει κανένα άτομο με τα παραπάνω στοιχεία. Ο αξιωματικός κατεβαίνει στο κρατητήριο, ο Κώστας δίνει τα πραγματικά στοιχεία, ο ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ αναγνωρίζει τα πρόσωπα και μετά από λίγες ώρες αφήνονται ελεύθεροι!
Μου το αφηγήθηκε λίγους μήνες αργότερα ο μακαρίτης Κώστας Ζαχάρης
Μου το αφηγήθηκε λίγους μήνες αργότερα ο μακαρίτης Κώστας Ζαχάρης
Ένας Παλιός χωροφύλακας, στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης, υπηρετούσε σ ένα απομονωμένο σταθμό χωροφυλακής. Εκεί οι συνθήκες ήταν δύσκολες και για ένα ολόκληρο μήνα έμεινε μόνος στο σταθμό. Κάποια ημέρα τον επισκέφτηκε ο Διοικητής του από την πρωτεύουσα του νομού. Επειδή τον βρήκε στο καφενείο, δίπλα απ το σταθμό να πίνει ένα ποτηράκι κρασί, ο Διοικητής του τον παρατήρησε. Ο Γιάννης χωρίς να χάσει την ψυχραιμία απάντησε:
Άκου, να δεις κ. Αστυνόμε, το ξέρεις ότι τον τελευταίο μήνα στο σταθμό είμαι μόνος. Γιάννης είναι υπηρεσία το πρωί, Γιάννης είναι υπηρεσία το απόγευμα, Γιάννης είναι υπηρεσία τη νύχτα, αυτό συνεχίζεται για ένα μήνα κάθε μέρα. Όσον-αφορά το καφενείο δεν ζημίωσα κανένα. Γιάννης πίνει, Γιάννης κερνάει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος