Ο Λίας, ήταν το άταχτο παιδί. Έγινε αφορμή
να δολοφονηθούν 5 άνθρωποι
Μετά την
απελευθέρωση της Άρτας απ τους Τούρκους και μέχρι την πρωθυπουργία του Μεταξά, ο λαός της υπαίθρου συνέχισε να είναι
απείθαρχος. Συχνά έλυνε τις προσωπικές διαφορές με αντιπαραθέσεις, καυγάδες,
ξυλοδαρμούς και εγκλήματα. Βασικότερες
αιτίες ήταν οι κτηματικές διαφορές και οι ζωοκλοπές που ήταν καθημερινά
φαινόμενα. Οι παρανομούντες
για να αποφύγουν τις συνέπειες των πράξεών τους, κατέφευγαν στα βουνά ως φυγόδικοι.
«Έβγαιναν στο κλαρί»
όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας.
Αφού
ερημοδικάζονταν και δεν παρουσιάζονταν
στις αρχές, η Βασιλική χωροφυλακή, όπως τότε ονομάζονταν, τους προκήρυττε και διέτασσε το
πλησιέστερο σταθμό Χωροφυλακής να
τους καταδιώξει και να τους συλλάβει. Σε σοβαρές περιπτώσεις καταδίωξης οριζόταν ειδικό απόσπασμα με επικεφαλή ένα πολύ αυστηρό υπαξιωματικό.
Στην περιοχή μας
υπήρξαν πολλοί φυγόδικοι, εγώ θα αναφερθώ
στον Λάζο - Δήμο και δυό παιδιά του, το Λία και το Νίκο. Ήταν η σημαντικότερη υπόθεση
φυγοδικίας και στοίχησε τη ζωή πέντε συμπατριωτών μας.
Ο Λάζος κατάγονταν από την Καταβόθρα (Αστροχώρι) και παντρεύτηκε στον Ξηρόκαμπο ως σώγαμπρος
κάποιου Τζουβάρα. Εκεί ασχολήθηκε με την
κτηνοτροφία. Επειδή έμεινε κοντά στα σύνορα του Ξηροκάμπου και βουνού Σιαφακας,
τον περισσότερο καιρό, βοσκούσε το κοπάδι του μέσα στο καλοκαιρινό λιβάδι
Σιαφάκας, το οποίο ανήκε στην ιδιοκτησία
της Άνω Καλεντίνης. Στο ίδιο λιβάδι, βοσκούσαν τα κοπάδια τους αρκετοί
κτηνοτρόφοι όπως ο Μαγιάνης, ο
Μαυρομάτης, ο φερεντίνος, ο Τσαούσης ο Ανδρέου
και πολλοί άλλοι. Δυστυχώς η οικογένεια του Λάζου Δήμου, δεν τα πήγαινε και τόσο καλά με
τους γείτονες. Ειδικότερα ο Λίας, ο μεγαλύτερος γιος του Λάζου, συχνά πυκνά μπλεκόταν σε φασαρίες.
Κάποια μέρα ο
Λίας, στη θέση Βαρκά, ξυλοκόπησε
τον Λία, γιό του Χρήστου Μαυρομάτη. Το
παιδί κλαίγοντας, κατέφυγε στον οικισμό Καστανιά, όπου και κατοικούσε. Ο
μεγαλύτερος αδερφός του, ο Δημήτρης, όταν τον είδε σε αυτή την κατάσταση, έφυγε αμέσως για τα
Βαρκά, ζητώντας εκδίκηση. Συναντά τον Λία Δήμο και τον ξυλοκόπησε αγρίως.
Ο Λάζο – Δήμος, που βρίσκονταν απέναντι στο
κονάκι* του, στη θέση Μνήματα, όταν είδε το γιο του να ξυλοκοπείται άρπαξε το όπλο και τρέχει για ενίσχυση.
Ο Μαυρομάτης δεν το έβαλε στα πόδια,
αλλά περίμενε ψύχραιμος στη θέση του. Ο
Λάζος πλησίασε πολύ το Μαυρομάτη και του
έμπαξε το όπλο. Ο Δημήτρη - Μαυρομάτης νέος δυνατός και ευκίνητος με ένα
άλμα, βρέθηκε πίσω του και τραυμάτισε σοβαρά το Λάζο με μαχαίρι
στο αυτί και το θώρακα.
Το έτος 1928, το
καλοκαίρι, όταν ήμουν δυο ετών ο πατέρας
μου με τον Λάζο Δήμο, είχαν σμίξει τα
πρόβατά τους. Στάνεψαν στη θέση Κουτσού και το κοπάδι φύλαγε ο Λία -
Δήμος. Καθώς έλεγε η μάνα μου, ό Λίας με είχε παιχνίδι του. Είχε μια
μεταλλική λαμπερή ταμπακέλα. Η μπροστινή μεριά έλαμπε σαν καθρέφτης, στο πίσω
μέρος ήταν ζωγραφισμένη μια χελώνα. Εγώ του ζητούσα την ταμπακέλα να βλέπω τη χελώνα.
Στις 20 Ιουλίου,
έλεγε ο πατέρας μου, χάρη του
Προφήτη Ηλία που πανηγύριζε το χωριό του
Ξηροκάμπου και χάρη της ονομαστικής
γιορτής του γιού του, ο Λάζος έσφαξε μια προβατίνα. Την έψησε στη σούβλα και
κάλεσε σε τραπέζι, συγγενείς και φίλους.
Μεταξύ των άλλων καλεσμένων, ήταν κι
ο πατέρας μου. Όταν τελείωσε το φαγητό, ο Λάζος πήρε το κόκαλο της
πλάτης του σφαχτού, τo καθάρισε και τo διάβασε όπως έλεγαν οι παλιοί. Τo κοίταξε, τo ξανακοίταξε κι’ έμεινε
αμίλητος και σκεπτικός.
_Τι
βλέπεις; τον ρώτησαν.
_Δεν είμαστε
καλά απάντησε. Πρώτα, πρώτα, βλέπω ένα
γελαδοπέτσι, μετά βλέπω διάλυση
της οικογένειάς μου.
_Σώπα καημένε
μην τα πιστεύεις αυτά, του είπαν οι
άλλοι για να του διώξουν την μελαγχολία.
_Αυτά δεν
αλλάζουν πρόσθεσε εκείνος. Τα έχει γραμμένα η μοίρα.
Το ίδιο καλοκαίρι ο Λίας, είχε κλέψει κάτι
πρόβατα των Μπαφαταίων από την Μπότση (Μεγαλόχαρη) και κάποια μέρα τον
περίμεναν τρία άτομα το γιόμα στη
στρούγκα. Ο Λίας όταν πλησίασε στη
στρούγκα και τους είδε, γύρισε να φύγει. Εκείνοι του φώναξαν μη φεύγεις για
καλό σε θέλουμε κι’ αυτός τους απάντησε:
_ Δεν φεύγω.
Κάπου μου έμειναν πρόβατα και θα πάω να τα μαζέψω. Όταν αλάργεψε, τους έβρισε
τον Χριστό, την Παναγία και τους πυροβόλησε.
Κατά τύχη,
τραυμάτισε και έναν ξώπετσα στο πόδι. Το πήρε
είδηση ο Λάζος, τους πήρε στο κονάκι του, τους φιλοξένησε και
συμβιβάστηκαν.
Ο Λίας
δημιούργησε κι άλλα παρόμοια μικροεπεισόδια. Μερικά έφτασαν στ αυτιά της
αστυνομίας. Η αστυνομία αναζήτησε το Λία
κι εκείνος δεν παρουσιάστηκε. Με τέτοιες κατηγορίες οι χωροφύλακες τουλάχιστο
θα τον ξυλοκοπούσαν. Στην αρχή κρυβόταν
μέχρι που ζορίστηκαν τα πράγματα
και βγήκε στο κλαρί. Το απόσπασμα τον κυνηγούσε και πάντα ξέφευγε.
Μια φορά,
βρέθηκε στην Άνω Καλεντίνη στο καφενείο του Γιώρη Παππά, στη θέση Λιαξήρα. Κατά
σύμπτωση πήγαινε προς το καφενείο το απόσπασμα και κάποιος είπε, έρχονται οι χωροφυλάκοι. Αμέσως πετάχτηκε και σαν φίδι χώθηκε μέσα σε κάτι βατουλιές. Μέσα απ τα γάβρα του
Κώστα Πλακούτση, κρύφτηκε στο δάσος, στη
θέση «Περδέλο».
Άλλη μια φορά,
βρίσκονταν στην Καταβόθρα, στο καφενείο του χωριού. Εκεί έψησε με τους φίλους του ένα σφάγιο και
μόλις έβγαλε τη σούβλα από την ψησταριά
και την έστησε στον τοίχο να κρυώσει το κρέας, συνέβηκε κάτι το αναπάντεχο.
Έφτασε το απόσπασμα κοντά στο καφενείο. Ευτυχώς
κάποιος το είδε και ειδοποίησε το Λία. Πρόλαβε και έφυγε, σώθηκε
σπ’ του χάρου τα δόντια κι’ αυτή τη φορά.
Ο
αποσπασματάρχης, όταν είδε τη σούβλα στον τοίχο στημένη, κατάλαβε τι συνέβηκε. Κάλεσε τον μπακάλη και τον διάταξε να κόψει από μιά
μερίδα κρέας για το προσωπικό. Ρίχτηκαν όλοι οι χωροφύλακες με όρεξη και
λαιμαργία στο παχύ και καλοψημένο κρέας του κλέφτη.
Για να κάνει
γνωστό, τόσο στο μπακάλη, όσο και στους πελάτες του καφενείου ότι κατάλαβε από
πού προέρχονταν το ψητό, καθώς τραβούσε με τα δόντια να βγάλει το ψαχνό κρέας
από το κόκαλο της πλάτης, είπε:
--«Άντε ορέ Ηλία Δήμο, τι τραβάω εγώ για σένα!!»
Ο Λίας σαν νέος που ήταν, δεν είχε γνωριμίες
να ξεφύγει έξω από την περιοχή και γυρνούσε στα βουνά από στάνη σε στάνη.
Τελικά, τον “έφαγαν” με δόλο. Το απόσπασμα έμαθε ότι σύχναζε σε κάποια στάνη στη θέση Στρουγκούλες. Με τάματα σε κάποια
γριά, εκείνη του έριξε δηλητήριο μέσα σε βρασμένο γάλα και πέθανε ακαριαίως.
Το απόσπασμα
βρίσκονταν εκεί κοντά, παρουσιάστηκε, του έδωσε τη χαριστική βολή για τον τύπο
και το σχέδιο εξόντωσής του τελείωσε σύμφωνα με τα του νόμου προβλεπόμενα**. ……..
Ο Λάζος βγαίνει στο "κλαρί"
Μετά τον θάνατο
του Λία, ο Λάζος δεν έμεινε άπραγος.
Γνώριζε ότι για τον θάνατο του γιού του, υπήρχε προδοσία και πίσω απ την προδοσία ήταν κρυμμένα
πρόσωπα.
Αφού σκότωσε τη γριά, πήρε το γιο του το Νίκο
και βγήκαν στο κλαρί, με σκοπό να εκδικηθούν με αντίποινα, κάθε τους εχθρό.
Έφυγαν κι’ εξαφανίστηκαν για
καιρό.
Το Απόσπασμα
Χωροφυλακής με επικεφαλή τον ενωμοτάρχη
Ντούπη***, ονομαστός για την αγριότητα του, δεν μπορούσε να τους εντοπίσει πουθενά.
Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ με φεγγάρι, Ο Λάζος με το Νίκο, εμφανίστηκαν στη θέση Νικολού στον Γιώρη Οικονόμου που φύλαγε τα πρόβατά του. Οι γυναίκες του Γιώρη και του
Λάζου, ήταν αδερφές. Που χαρές και φιλιά κι’ ο Λάζος, όλο ρωτούσε για την
κουνιάδα του τι γίνονταν.
_ Θα πάμε στο
κονάκι;
_ Να πάμε να την
ιδούμε κι’ αυτή την καημένη, αφού ήρθαμε και ήρθαμε!!
_ Άντε
μπροστά μπάρμπα είπε ο Νίκος του Γιώρη.
Ο Γιώρης όμως, πανέξυπνος απ’ το ένα
μέρος, αλλά και περισσότερο είχε την μύγα στο σκιάδι, γιατί πρέπει να ήταν
μπλεγμένος στην προδοσία του Λία, όχι του είπε.
Πήγαινε εσύ
μπροστά. Όχι ο ένας, όχι ο άλλος, σας την κόβω εγώ την κουβέντα, είπε ο Λάζος
και μπήκε μπροστά, ξεκινώντας για το
κονάκι του Γιώρη. Λέω στο κονάκι* και
γρηγορότερα για το Λάζο γιατί σπίτι, δεν είχε ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.
Περπατούσαν και
οι τρεις αμίλητοι στο κατηφορικό μονοπάτι, μπροστά ο Λάζος, στη μέση ο Γιώρης
που ήταν και τυφλός, του έλλειπε το ένα μάτι, αλλά εκείνο το ένα που είχε, έβγαζε φωτιές από την πονηριά
και τρίτος ακολουθούσε ο Νίκος προσέχοντας το βάδισμα του πατέρα του.
Όταν έφτασε ο Λάζος σε κάποια στροφή, βιάστηκε
και ξέφυγε μακριά από το Γιώρη. Τότε ο Νίκος,
σκόπευσε το μπάρμπα του στο κεφάλι και τον σκότωσε.
Ο Λάζος έπαιρνε
ψωμί σε αρκετά σπίτια, τις νύχτες έμπαινε μέσα λαμβάνοντας στρατιωτικά μέτρα. Είχε και το κακό ελάττωμα,
την επόμενη μέρα μαρτυρούσε τον ψωμοδότη του και με τον τρόπο αυτό, οι
προδοσίες, έφταναν στα αυτιά του αποσπάσματος. Ο Ντούπης άλλους ξυλοκόπησε κι’ άλλους εξόρισε σε ένα
νησί της Δωδεκανήσου, τη Φολέγανδρο. Σημειωτέο είναι ότι ο Ντούπης έστειλε
εξορία το Νικόλα Φερεντίνο, τον Γληγόρη Δήμο απ το Αστροχώρι και τον Γιώργο Μαυρομάτη, γαμπρό από κόρη του Λάζου - Δήμου, αδελφό του Δημήτρη Μαυρομάτη.
Στο διάστημα της
ανταρσίας οι Δημαίοι, παρουσιάστηκαν κανα δυο φορές, στον πατέρα μου. Την πρώτη φορά το Μάη, στη στάνη απάνω στο βουνό και την δεύτερη στην
Καλεντίνη. Μπήκαν στο σπίτι τα μεσάνυχτα και γύρεψαν μια κουλούρα ψωμί. Το
σπίτι τότε ήταν κοντά σε άλλα σπίτια και μέχρι να ψηθεί το ψωμί, πήγαν στο
στανοκάλυβο στη θέση Φελίκια, κάτω από το μοναχικό σπίτι που κτίστηκε αργότερα
το έτος 1938. Εκεί στην καλύβα άναψαν
φωτιά κι ο πατέρας μου τους είπε, να πιάσω ένα σφαχτό για να το ψήσουμε; Δεν το καταδέχτηκαν και μάλιστα ο Λάζος του
απάντησε. Εγώ εκείνα που φύλαξα, δεν τα τρώγω. Όταν ψηθεί το ψωμί, φέρτο μας
ζεστό, πάρε και μια (σφήνα) τυρί κι έλα να φάμε μαζί.
Σαν μικρό παιδί που ήμουν, δεν τους πήρα
είδηση καμία από τις δυο φορές, διότι
αυτές τις ώρες κοιμόμουνα. Μάλιστα απάνω στο βουνό, ο Νίκος επέμεινε να με
ξυπνήσουν, αλλά δεν επέτρεψε ο Λάζος, φοβούμενος μη μου φύγει καμιά κουβέντα και τους προδώσω.
Ο Λάζος και κάποιος Γεωργούλας από το Μίαρι, είχαν
γυναίκες από το ίδιο ταράφι, του Τζουβάρα και θεωρούνταν σαν
μπατζανάκηδες. Ο Γεωργούλας ασχολούνταν με το ξυλοκάρβουνο και εκείνη την εποχή είχε
καμίνι στο Σύντεκνο του Βάλτου. Από εκεί χάρη συγγένειας και επειδή ήταν έξω
από την περιφέρεια, οι Δημαίοι το βρίσκανε σαν καλό
καταφύγιο και περνούσαν αρκετές φορές.
Μάλιστα σαν ερημιά που ήταν, είχαν
αρκετά κάρβουνα, έψηναν και από κανένα κλεμμένο σφαχτό. Με την πάροδο του
χρόνου, το στέκι τους έγινε γνωστό στο Απόσπασμα. Ο Γεωργούλας, φημολογούνταν
ότι δεν ήταν τόσο καλός συγγενής και ίσως τους
πρόδωσε.
Δεν αποκλείεται,
ο αποσπασματάρχης για να πάρει την προαγωγή και την προκήρυξη, να του έταξε και
λίγα χρήματα να προδώσει τους φυγόδικους.
Η σούβλα με το σφάγιο, ήταν έτοιμη. Ο
Γεωργούλας ασχολήθηκε με την δουλειά του. Τα κάρβουνα, είχαν ανάψει καλά. Ο Νίκος τοποθέτησε τη
σούβλα στη φωτιά κι’ άρχισε να τη στρίβει,
ενώ ο Λάζος ήρεμος χωρίς καμία
έγνοια, παρακολουθούσε τη θράκα της φωτιάς. Οι χωροφύλακες πλησίασαν χωρίς να
τους πάρει κανείς είδηση. Ξαφνικά ακούστηκε μια μπαταριά όπλων, τα κάρβουνα
πετάχτηκαν στον αέρα κι ο Λάζος, έπεσε νεκρός. Ο Νίκος αποκαμωμένος, χωρίς
να επιδιώξει να αντισταθεί, προσπάθησε
να φύγει, αλλά με μια δεύτερη μπαταριά, σωριάστηκε κι αυτός κάτω στης γης το
χώμα. Έτσι η ιστορία αυτή έκλεισε με τους φόνους πέντε συμπατριωτών μας.
Η Ελληνική μούσα με τη σειρά της, τραγούδησε τον "κλέφτη" με το ακόλουθο άσμα.
«Δεν στο
ειπαν Λάζο μ’ τα πουλιά και τ’ άγρια χελιδόνια,
Από το Βάλτο, Λάζο μ’ μην διαβείς, απ το Βάλτο, μην
περάσεις,
…… ……..»
Ντούπη*** Ο
αποσπασματάρχης Ντούπης άφησε όνομα στην περιοχή για την αυστηρότητα του.
Έδερνε, εκτόπιζε και έστειλε στην εξορία οποιοδήποτε μάθαινε ότι διευκόλυνε
τους φυγόδικους.
κονάκι* =
σπιτοκάλυβο
με τα του νόμου προβλεπόμενα**. Ο νόμος τότε, προσποιούμενο το απόσπασμα, ότι ο φυγόδικος αντιστάθηκε, επέτρεπε το φόνο.