Ο διάλυσος ήταν ένα μεταλλικό αντικείμενο αγνώστου προελεύσεως και είχε, κατά την παράδοση, την ιδιότητα να διευκολύνει τη γέννηση των παιδιών.
Διάλυσο ελάχιστοι άνθρωποι είχαν. Ήταν κάτι πολύ σπάνιο, δεν υπήρχε στο εμπόριο. Κατά την παράδοση τον εύρισκαν σπανιότατα στις κορακοφωλιές. Όταν τα κλωσημένα αυγά δεν έβγαζαν πουλάκια ο κόρακας χρησιμοποιούσε το διάλυσο.
Η μάνα μου είχε δύσκολη εγκυμοσύνη και απ τον Ξηρόκαμπο της έστειλαν το διάλυσο. Είχε χρώμα ασημί και μέγεθος μικρού κέρματος. Ήταν τρυπημένος στην άκρη και με μια αλυσίδα, μπορούσες να τον φορέσεις στο λαιμό σα φυλαχτό. Την συμβούλεψαν, να δώσει στο παπά να διαβάσει το διάλυσο και για μερικές μέρες να τον αφήσει στην εκκλησία. Ύστερα να τον φορέσει για να γεννήσει ανώδυνα. Η μάνα μου γέννησε πριν τον χρησιμοποιήσει. Αργότερα τον πήρε απ την εκκλησία και τον επέστρεψε στον κάτοχο.
Κόρακας |
Ο κόρακας είναι σπάνιο πουλί, μοιάζει αλλά δεν έχει καμία σχέση με τις κουρούνες που αφθονούν στην Ελληνική ύπαιθρο. Ζει περισσότερα από 200 χρόνια, εξού και η λέξη κοράκιασε*, φτιάχνει τη φωλιά του σε απάτητους** κρημνούς.
Ο πατέρας μου, έφηβος, βόσκοντας τα πρόβατά του στα Βαλαριά, εντόπισε μια κορακοφωλιά. Σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την περίπτωση. Επεχείρησε να πάρει τα αυγά με σκοπό να τα βράσει και να τα επιστρέψει στη φωλιά. Ο κόρακας σύμφωνα με την παράδοση θα εύρισκε ή θα έφτιαχνε το διάλυσο. Φυσικά απ τα βρασμένα αυγά δεν θα έβγαιναν πουλάκια, αλλά ο πατέρας μου θα έκλεβε το διάλυσο απ τη φωλιά του κόρακα. Στάθηκε όμως αδύνατο να πλησιάσει τη φωλιά του, επειδή ο κρημνός ήταν πράγματι απάτητος.
Έτσι το εγχείρημα απέτυχε και ένα άλλο εφηβικό όνειρο έσβησε.
Κοράκιασε* = έζησε πάρα πολλά χρόνια.
απάτητος*= απροσπέλαστος, απλησίαστος, είναι αδύνατο να πατηθεί.
Διαβάστε, Η νεράιδα στο Βαλαρίτη ποταμό (λαογραφική παράδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος