Στο σπίτι του πατέρα της νύφης, το Σαββατόβραδο, συγγενείς και γείτονες, το γλεντούσαν με ψητά, κρασιά και όργανα. Το ίδιο έκαναν γείτονες, φίλοι και συγγενείς στο σπίτι του γαμπρού.
Την Κυριακή μετά τα «στέφανα» το γλέντι συνεχιζόταν με όλο το συμπεθεριό στο σπίτι του γαμπρού.
Σ ένα χωριό της περιοχή μας, ένας γείτονας της νύφης, ο Κώτσιος, ήταν κασιδιάρης. Οι συγγενείς της νύφης δεν ήθελαν να πάρουν τον κασιδιάρη μπεκτσή στο σπίτι του γαμπρού, που ήταν σ άλλο χωριό, γιατί θα ντροπιάζονταν στο καινούργιο σόι. Προσπαθούσαν να βρουν δικαιολογία να αποφύγουν τον Κώτσιο, αλλά δεν έβρισκαν κάτι πειστικό. Ένας απ όλους τους συγγενείς της νύφης ανέλαβε να μιλήσει στον κασιδιάρη. Τον συναντάει και του λέει:
-Κώτσιο, επειδή το σπίτι του γαμπρού είναι μικρό, αποφασίσαμε να μην πάμε πολλοί μπεκτσήδες. Θα πάμε λίγοι και καλοί.
-Συμφωνώ κι εγώ, απαντά ο Κώτσιος, να πάμε λίγοι, καλοί και διαλεχτοί. Εγώ, εσύ, ο αδελφός, ο πατέρας, η μάνα, οι δυο πρωτομπαρμπάδες της νύφης και κανένας άλλος !!!
Ο συγγενής έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
* μπεκτσήδες λέγονταν οι συμπεθέροι από το σόι της νύφης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος