Στην περιοχή μας, σ ένα οικισμό, πριν από πολλά – πολλά χρόνια, έμειναν η γυναίκα του γιατρού, η παπαδιά και μια άλλη αγρότισσα. Η αγρότισσα για να πάρει καλό πόσιμο νερό, πήγαινε με μια βαρέλα σε μια μακρινή βρύση. Πολλές φορές η γυναίκα του γιατρού της έδινε ένα βαρελάκι να πάρει και αυτινής από τη βρύση λίγο φρέσκο νεράκι. Αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο για την αγρότισσα, αλλά ντρεπόταν να αρνηθεί. Κάποια φορά εκνευρισμένη «λόβιασε» το βαρελάκι (ούρησε το βαρελάκι). Πέρασαν αρκετά χρόνια, αλλά στην αγρότισσα έμειναν οι τύψεις. Τις αποκριές νήστεψε και έπρεπε να μεταλάβει, για να μεταλάβει έπρεπε και να εξομολογηθεί. Κατά την εξομολόγηση στον παπά μεταξύ άλλων αμαρτιών της, «ξεφούρνισε» και εκείνη με το «λοβιασμένο» βαρελάκι. Ο παπάς κράτησε για μερικά χρόνια το μυστικό, αλλά σαν άνθρωπος κι αυτός, σε κάποια στιγμή αδυναμίας, το μαρτύρησε στην παπαδιά. Η παπαδιά το είπε στην γυναίκα του γιατρού και οι τρεις γειτόνισσες μια μέρα έγιναν από «τρία χωριά χωριάτισσες».
"Αυτό είναι το βαρελάκι της αμαρτίας"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος