Καλώς ήρθατε!!!

Άν μας επισκεφτείτε, ευχόμαστε Κ α λ ό ... κ ο υ ρ ά γ ι ο ! ....... γίνονται καινούργιοι νόμοι, χωρίς να μας ζητούν τη γνώμη ! ........ Οκτώβριος 2010



Με κάθε επιφύλαξη, Κυριακή γιορτή και σχόλη νάταν η βδομάδα όλη .............
Η γενιά του πολυτεχνίου ξεκίνησε με καλές προθέσεις, αλλά στην πορεία οι περισσότεροι πρωτεργάτες με τις παρεούλες τους, έγιναν αριστεροί με δεξιές τσέπες, είπε "ανώνυμος πολίτης"
Οι αριστερές τσέπες σήμερα, είναι πιο γεμάτες απ τις δεξιές, είπε ο kapaka pappas
Είναι ορεινό χωριό, έδρα του Δήμου ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ. Απέχει 29 χιλ. από την Άρτα και 25,4 χιλ. από τον κόμβο της ΙΟΝΙΑΣ οδού, που κάποια μέρα θα τελειώσει. που θα πάει;Από 12 Απριλίου 2017 Λειτουργεί από Ρίζα ως κόμβο Αμφιλοχίας, μήκος 96 χλμ. και Σελλάδες-Πέρδικα 53 χλμ. 3-8-2017 ολοκλήρωση!

Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν - Αντιγόνη - (Μα να μισώ δεν έγινα, γεννήθηκα για να αγαπώ)


Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Η Περιστέρω

Από  το περιοδικό  Χάος και όψη.  Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος 1998. Τεύχος 20 σελ. 15-27.
                                     Περιοδικό  (Χώσεψης)  Κυψέλης
 
                                                Γιώργος Αντάρης

                                 Η Περιστέρω

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΙ ΕΝΩ ΕΙΧΑΜΕ ηρεμήσει κάπως από τον εμφύλιο, η φτώχεια στα χωριά μας παρέμενε κυρίαρχη.
   Το να πάει ένα παιδί στο Γυμνάσιο ήταν μεγάλο και ελπιδοφόρο άλμα να ξεφύγει από την καταδίκη της ζωής στο χωριό.  Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Πολλά παιδιά τότε, ενώ ήταν πραγματικά ταλέντα, εξαιτίας των ιδιαίτερων, οικονομικών κυρίως, συνθηκών, έμειναν στην αφάνεια.   
   Τα πλησιέστερα Γυμνάσια ήταν των Αγνάντων  και της Άρτας.  Αρχές  της δεκαετίας του 50 έγινε στο χωριό μας η πρώτη μαζική   “επίθεση στα γράμματα”, κάτω από απίστευτα δυσχερείς συνθήκες.
   Οι ιστορίες που θυμούνται οι συνομήλικοί μου, απ τη μάχη εκείνη για την κατάκτηση της ελευθερώτριας μόρφωσης, θα γέμιζαν τόμους. Μια απ αυτές έμεινε στο νου μου χαραγμένη με τον τίτλο της πρωταγωνίστριας , που ήταν : Η Περιστέρω.      


Η ιστορία είναι αληθινή πέρα ως πέρα. Λείπουν μόνο οι λεπτομέρειες που αναπόφευκτα απάλειψε ο χρόνος.
   Η Περιστέρω δεν είναι μια όμορφη κόρη όπως η Γκόλφω με το γνωστό τραγούδι ή  όπως η Αστέρω της  ομώνυμης κινηματογραφικής ταινίας.   Είναι μια πανέμορφη κατσίκα και χρωστάει το όνομά της σε μένα και τα χρώματα του αγριοπερίστερου, που τη στόλιζαν από τότε που γεννήθηκε.  Είναι η πιο δυνατή και πιο όμορφη γίδα ενός μικρού κοπαδιού, που της έμελλε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μεγάλη Πορεία της καθόδου του νονού της απ το πεντακάθαρο χωριό μας στο χωνευτήρι της πόλης.
    Ήταν Σεπτέμβρης του 1952.  Έκανε ένα γαϊδουροκαλόκαιρο που έμοιαζε  Αύγουστος. Δεν είχε πέσει σταγόνα βροχής εδώ και μήνες και ο τόπος μύριζε ηλιοψημένο άχυρο.
    Μόλις είχα δώσει εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο  “κατά Σεπτέμβριο”, και με αγωνία περίμενα τα αποτελέσματα.
    Το λακωνικό τηλεγράφημα έγραφε  “ Υιός σας επέτυχε. Προθεσμία εγγραφών λήγει 25 Σεπτεμβρίου. Έναρξη μαθημάτων 1 Οκτωβρίου”.
Ο πατέρας μου το διάβασε μεγαλόφωνα και, αφού σκέφτηκε λίγο, σήκωσε το κεφάλι,  με κοίταξε με σημασία και είπε:
   -Δεν έχουμε χρόνο. Πήγαινε στο μπάρμπα-Γιώργο και πες του, αν έχει, να σου δώσει τρακόσιες δραχμές και του Σταυρού, που θα πουλήσουμε, του τα δίνουμε (του Σταυρού “με το παλιό”,  δηλαδή περί το τέλος Σεπτέμβρη, γινόταν στην Άρτα η ετήσια εμποροπανήγυρη, το γνωστό “μουχούστι”. Καθένας κατέβαζε στο παζάρι την πραμάτια του, ό,τι  είχε για πούλημα, και με τις εισπράξεις αγόραζε τα απαραίτητα ρούχα, παπούτσια και τρόφιμα για το χειμώνα).    
Το σπίτι του μπάρμπα-Γιώργου στο Σεργίδι απέχει από του  “Κόκκινου”, όπου ήταν η μόνιμη κατοικία μας, περίπου είκοσι λεπτά με τα πόδια. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Βρήκα τον μπάρμπα-Γιώργο δίπλα απ το παλιό σπίτι κάτω από τη γρεντζελιά. Καθόταν  πάνω στο “αναπαυόμενο” σαμάρι – ο γάιδαρος βοσκούσε πιο κει στο “λάκο” – και απολάμβανε  τη δροσιά του ίσκιου, στρίβοντας τα κολοκοτρωνέικα μουστάκια του.
  -Γεια σου μπάρμπα- Γιώργο.
  -Καλώς το παιδί. Τι τρέχεις βρε κουτορνίθι; Σε κυνηγάει κανείς;
  -Μου είπε ο πατέρας να μου δώσεις τρακόσιες δραχμές, να γραφτώ στο Γυμνάσιο, θα σου τα επιστρέψει μόλις πουλήσουμε.
  -Ωραία αστεία λέει ο πατέρας σου. Αν είχα, πες του, τρακόσιες δραχμές, τώρα κιόλας θα παντρευόμουν για τρίτη φορά.
   Τον ήξερα καλά. Το αστείο του έκρυβε ένα δραματικό αυτοσαρκασμό με τον οποίο ξεπερνούσε τη λύπη του, που δε μπορούσε να με εξυπηρετήσει. Ο δύσμοιρος είχε παντρευτεί δυο φορές και είχε χάσει πρόωρα με τραγικό τρόπο και τις δυο γυναίκες του. Εκείνο που δεν έχασε μέχρι τέλους, ήταν το χαρακτηριστικό του χιούμορ.
   Έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και έβγαλε ένα, διπλωμένο στα τέσσερα, χάρτινο εικοσάρικο. Το ξεδίπλωσε με προσοχή και, απλώνοντας το χέρι, μου  το έδωσε λέγοντας:
  -Πολύ λυπάμαι. Αυτό έχω όλο κι όλο. Πάρ το μπορεί να σου χρειαστεί.
Το άρπαξα,  χωρίς να  σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάμω μ αυτό και, τα μπρος πίσω, τρέχοντας, έφθασα στο σπίτι λαχανιασμένος.
  -Πατέρα δεν έχει. Μου έδωσε είκοσι δραχμές. Αυτά είχε.
   Ξανά σκέψη, κι αμέσως μου λέει.
  -Κράτα το εικοσάρικο, θα σου χρειαστεί. Θα το λύσουμε αλλιώς το πρόβλημα. Πέφτοντας ο ήλιος θα πάρεις την Περιστέρω, η μόνη που κόβει λεφτά, και θα πας στην Άρτα. Μόλις ισκιώσει, θα πιάσεις την ποταμιά και σιγά σιγά θα φτάσεις το βράδυ στην Καλεντίνη. Θα κοιμηθείς στου Σβηνέλη. Έτσι θα κόψεις το δρόμο στα δυο. Χαράματα θα ξεκινήσεις. Θα πας στην Άρτα και θα βρεις τον κουμπάρο το Μήτσο. Θα του δώσεις τη γίδα και θα του ζητήσεις τρακόσιες δραχμές. Η εγγραφή κάνει διακόσιες εβδομήντα.
   Ετοιμάστηκα, έδεσα την Περιστέρω μ ένα κοντοτρίχι και με το που έπεσε ο ήλιος ξεκίνησα. Πορεία ολοπόταμα το Σαραντάπορο. Η Καλεντίνη από το σπίτι μας στου  “Κόκκινου” απέχει δυόμιση με τρεις ώρες περπάτημα, άντε τρισήμιση ώρες με τη γίδα.
   Ο ήλιος χαμήλωσε, τα πυκνά πλατάνια κι από τις δύο όχθες έριχναν τη δροσερή σκιά τους στο φιδωτό γιαλό του Σαραντάπορου και άφηναν πλούσια τη μυρωδιά της ανάσας τους.  
   Το δρόμο τον ήξερα καλά. Ήταν τρίτη ή τέταρτη φορά που  “πήγα και ήρθα” στην Άρτα με τα πόδια αλλά μόνος μου για πρώτη φορά.

Κανόνισα το χρόνο έτσι, ώστε ούτε να φουσκώσει το ζώο και να μου πέσει, ούτε να με πάρει η νύχτα: σιγά σιγά και με συχνές αλλά σύντομες στάσεις, μπροστά εγώ και πίσω η Περιστέρω, που ακολουθούσε πρόθυμη.
   Ώρα που σμίγει η μέρα με τη νύχτα εγκατέλειπα το γιαλό με τα πλατάνια κι έμπαινα στην Καλεντίνη. Ένα χωριουδάκι καταπράσινο απ τα ποτιστικά καλαμπόκια, πνιγμένο από πλατάνια, μηλιές και καρυδιές, στο τρίγωνο που σμίγουν ο Σαραντάπορος με το Μελατιώτικο ποτάμι.  Το διέσχιζε ο παληός σκυρόστρωτος δρόμος Άρτα-Πουρνάρι-Πλατανόρεμα-Καλεντίνη-Πιστιανά- Μπούγα. Δυο γεφύρια στην είσοδο και έξοδο του χωριού γεφύρωναν τα δυο ποτάμια και δυο γραφικά καφενεδάκια στη μέση πάνω στο δρόμο, όπου σταματούσαν να δροσιστούν εποχούμενοι και πεζοπόροι. Το χωριό αυτό κατακλύστηκε ολοσούσωμο από την τεχνητή λίμνη (πριν μερικά χρόνια σε κάποια ξηρασία αναδύθηκαν, σαν διαμαρτυρόμενα φαντάσματα, τα κουφάρια των σπιτιών και ξανακρύφτηκαν).     
   Σκούρο σούρουπο έμπαινα στην αυλή του μπάρμπα-Γιάννη Σβηνέλη. Μια γραφική αυλίτσα που ξεχώριζε από το δρόμο με τέσσερα πέτρινα κολωνάκια. Έδεσα τη γίδα στην κληματαριά και μπήκα στο καφενεδάκι.    
  - Κλησπέρα μπάρμπα-Γιάννη.
Πλησιάζει στα δυο βήματα και σκύβει λίγο, στο ύψος μου.
  -Ε! καλώς τον. Κόντεψα να μη σε γνωρίσω. Δε βλέπω καλά μόλις νυχτώσει.
  -Και ποιος βλέπει μπάρμπα –Γιάννη μόλις νυχτώσει;
  -Πως δε βλέπει; Βλέπει η κουκουβάγια. Τώρα που θα πας στο Γυμνάσιο θα την έχεις  “σταυρό στη σκούφια σου”.
   Ήξερα ότι η κουκουβάγια βλέπει τη νύχτα, όχι όμως πως θα την κουβαλούσα έξι χρόνια κολλημένη στο γυμνασιακό μου πηλίκιο.
   -Καλά το είπες. Πέτυχα στο Γυμνάσιο και πάω να γραφτώ.
   -Δε σ το λεγα εγώ όταν πέρασες την άλλη φορά ότι θα πετύχεις; Και τη γίδα που την πας; Στο Γυμνάσιο κι αυτή;
   Γελούσε με τόση καλοσύνη,  που το γέλιο του κυριαρχούσε απόλυτα πάνω στην αισθητική των χαλασμένων δοντιών του. Ηλικιωμένος, σκυφτός κι ευκίνητος, είπε ακόμα ένα   “κάτσε”  και κάνοντας μεταβολή χάθηκε από την πίσω πόρτα.
   Στο χωματόστρωτο καφενεδάκι υπήρχαν τρία-τέσσερα τραπεζάκια όλα κι όλα και δυο λάμπες πετρελαίου κρεμασμένες στον τοίχο η μια απέναντι στην άλλη σκορπούσαν λιγοστό φως και πολλή μελαγχολία. Στο βάθος ο πάγκος με τα μπουκάλια, χωμένα σ ένα υπερυψωμένο σανίδι με στρογγυλές τρύπες, ίδιας διαμέτρου, για να μην πέφτουν. Πίσω απ τον πάγκο ο νεροχύτης με την κρεμαστή βρύση – ένας κουβάς με κάνουλα – και η εστία για το ψήσιμο του καφέ. Στο πλάι μια ξύλινη σκάλα με κουπαστή οδηγούσε στον πάνω όροφο, στην κατοικία. Δύο σκυμένες φιγούρες έπαιζαν κολτσίνα κάτω από τη λάμπα κι ένας τρίτος χάζευε.
   Να κι ο μπάρμπα- Γιάννης κατέβηκε τη σκάλα. Θ ανέβηκε την εξωτερική, σκέφτηκα. Πλησιάζει και κάθεται δίπλα μου.
  -Μολόγα. Τι κάνει ο πατέρας σου; Είμαστε φίλοι απ τα παλιά.
  -Καλά είναι. Σου στέλνει χαιρετίσματα. Μου είπε να κοιμηθώ εδώ και να με ξυπνήσεις το πρωί. Έχει τίποτα για φαί μπάρμπα-Γιάννη;
  -Μπα; Σου είπε και να φας; Χα-χα-χα. Κάτι θα βρεθεί. Στην ανάγκη θα αρμέξουμε τη γίδα.
  -Δεν έχει γάλα. Μας απόρριξε το χειμώνα κι έμεινε στέρφα.   
  -Πάω να σου φέρω κάτι να φας.
    Σε λίγο ξανάρχεται με μια ντοματοσαλάτα σε βαθύ πιάτο με μπόλικο λάδι και κρεμμύδι κι ένα κομμάτι μαύρο ψωμί.    
  -Και κάτι για τη γίδα μπάρμπα-Γιάννη.
  -Μη σε νοιάζει. Αυτή θα φάει καλύτερα από σένα. Φάε κι ανέβα τη σκάλα, στο δωμάτιο δεξιά σου έστρωσα να κοιμηθείς.
  -Να σε πληρώσω μπάρμπα-Γιάννη, γιατί θα φύγω πολύ πρωί.
 Είχα χρήματα. Μια μερίδα φαγητό κόστιζε γύρω στις δυόμιση δραχμές.
  -Να πας στο καλό. Θα με πληρώσεις όταν γίνεις μεγάλος και τρανός, αν ζω. Αν δε ζω, μου ανάβεις ένα κερί. Δεν θα είμαι μακριά απ το δρόμο σου. Εδώ από πάνω στο σιαδάκι θα είμαι.
   Πέρασαν χρόνια και δεν πρόλαβα να ξεπληρώσω το χρέος μου. Που να φανταζόταν κι αυτός κι εγώ ότι  “χάριν της ανάπτυξης” θα αναπαυόταν αιωνίως στο βυθό της τεχνητής λίμνης, χωρίς κερί και λιβάνι.
    Κοιμήθηκα   “σαν την πέτρα στο νερό”. Κάποια στιγμή με ξύπνησε ένα γαλανό φως, που έμπαινε από το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο. Έφεξε, σκέφτηκα. Πετάχτηκα σαν ελατήριο. Τα μάτια μου ήταν ξερά και δεν άνοιγαν, κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα, έριξα νερό στο πρόσωπο απ το τενεκεδένιο βρυσάκι του πάγκου, σκουπίστηκα με την άκρη απ το μανίκι μου και βγήκα στην αυλή. Η Περιστέρω κοιμόταν και δίπλα της μια χεριά μισοφαγωμένο τριφύλλι.
   Το φεγγάρι μισοφαγωμένο ήταν ψηλά κι έφεγγε σα να χάραξε.
   Έλυσα το σχοινί, πήρα παραμάσχαλα τα υπολείμματα του τριφυλλιού και τράβηξα προς νότο. Ο δρόμος, για συντομία, δεν ακολουθεί τις στροφές του αμαξητού. Πρέπει να ανέβω κατακόρυφα στη ράχη του Αη-Νικόλα διασχίζοντας κατευθείαν τον ορεινό όγκο Καλεντίνη-Πλατανόρεμα.
   Πέρασα το δεύτερο γεφύρι του Μελατιώτικου ποταμιού και μπροστά στο σπίτι του Τσιμπλή, με τις μηλιές, ανηφόρισα προς τον Αη- Νικόλα. Μιάμιση με δύο ώρες ως την κορυφή κι άλλη μιάμιση ώρα κατηφόρα για το Πλατανόρεμα. Τρισήμιση ώρες πορεία μέσα από δάσος και ερημιά. Η μόνη ζωή στο μέσο της ανηφόρας το Χάνι του Μπόβολου, που το κατοικούσαν. Εκεί υπήρχαν και δυο βρύσες. Η μια στο Χάνι στην πέτρινη αυλή, και μια άλλη πιο πάνω, παράμερα του δρόμου. Στο Χάνι ήταν και κάτι σκυλιά, όχι τρομερά. Ζαγάρια ήταν.
   Ανηφόριζα σιγά σιγά και άκουγα μόνο την ανάσα μου. Ούτε πουλί δεν πετούσε. Πλησιάζω στο χάνι. Θα είχα περπατήσει πάνω από μια ώρα και πουθενά να φέξει. Κοιτάω  κατά την Ανατολή και τι να δω. Τα Ζυγά είχαν σκάσει πάνω απ τη Χελώνα (το βουνό) και η Πούλια ούτε δυο τριχιές δεν είχε ανέβει πάνω απ τον ορίζοντα. Το μισοφαγωμένο φεγγάρι επέμενε να ρίχνει το γαλακτερό του φως. Πω, πω!  είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Είναι πολύ νύχτα ακόμα. Έφυγα χωρίς να έχω κοιμηθεί  ούτε δυο ώρες. Με ξεγέλασε το ποντικοφαγωμένο φεγγάρι, μόλις βγήκε, και νόμισα πως έφεξε. Τι να κάνω τώρα;
   Μ έπιασε ένα φόβος. Νύχτα, στην ερημιά του δάσους, υπάρχουν αγρίμια, ακόμη και λύκοι. Πρέπει να περιμένω να ξημερώσει. Κάνω κουράγιο να πλησιάσω στο χάνι, να χω τα ζαγάρια φρουρούς. Η συντροφιά της Περιστέρως δε φθάνει. Αλλά, που ζαγάρια! Κοιμούνταν κι εκείνα όπως όλη η φύση.

   Λίγο μετά το χάνι, παραμέρισα κάπως απ το δρόμο, ρίζωσα σε μια τούφα από θάμνους, τύλιξα γύρω στο χέρι μου την τριχιά, που είχα δεμένη τη γίδα και κουλουριάστηκα καταγής.  Με πήρε βαθύς ύπνος μ όλο που αισθανόμουν  κρύο.
   Κάποια στιγμή, ίσως από κάποιο θόρυβο, η Περιστέρω πρόγκησε. Όπως εκτινάχτηκε και πήδησε, με τράβηξε βίαια μέσα στον ύπνο και πήρα τη λαχτάρα της ζωής μου. Ώσπου να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, η καρδιά μου χτυπούσε σαν του λαγού. Είδα κι έπαθα να συνέλθω.
   Είχε χαράξει για καλά. Το ένοχο φεγγάρι τσακισμένο προς τη δύση είχε ξεθωριάσει και τα λιγοστά αστέρια τρεμόσβηναν.
   Σίγουρος ότι έφεξε επιτέλους και πιο ξεκούραστος, τράβηξα για την επάνω βρύση που δεν απείχε πολύ. Πότισα την Περιστέρω, ήπια κι εγώ, έριξα και μπόλικο νερά στα μούτρα μου να καλοξυπνήσω και φρέσκος ανηφόρισα κατά την κορυφή.
   Όταν ο ήλιος με χτύπησε είχα περάσει το διάσελο του Αη-Νικόλα και πήρα τον κατήφορο για το Πλατανόρεμα. Η Περιστέρω έδειξε τα πρώτα σημάδια ανυπακοής προσπαθώντας ν αρπάξει να φάει από δω κι από κει. Έτσι θυμήθηκα πως το υπόλοιπο τριφύλλι που κουβαλούσα απ την Καλεντίνη το είχα κάνει μαξιλάρι κι έμεινε στον τόπο της λαχτάρας.
   Ο ήλιος ανέβαινε κι εμείς κατεβαίναμε. Κατηφόρα δίχως στάση και προτού πιάσει ζέστη φθάσαμε στο Πλατανόρεμα, κι αυτό βυθισμένο, σήμερα, στη λίμνη. Δυο-τρία σπίτια σκόρπια και το ερειπωμένο  “καρακόλι”  (αστυνομικός σταθμός ή φυλάκιο της παλαιάς Ελλάδας). Από εδώ η Άρτα απέχει οχτώ χιλιόμετρα, δηλ. δυο ώρες με τα πόδια. Άντε δυόμιση με τη γίδα, σκέφτηκα. Ας κάνουμε μια στάση.
   Το καφενεδάκι δίπλα στο γεφύρι, μικρό σαν κιόσκι με ευρύχωρη χαλικόσρωτη αυλή με δυο τρία τραπεζάκια έξω. Ένας αξύριστος γεράκος σερβίριζε τον καφέ σ έναν, το μοναδικό, πελάτη του.  Ένας θεόχονδρος άνδρας προσπαθούσε να βολευτεί στην,  ανεπαρκή γι αυτόν, ψάθινη καρέκλα. Είχε απλώσει ανοιχτά τα πόδια του μπροστά, έτσι ώστε να βολεύεται η υπερφυσική κοιλιά του και το ψαθάκι του ριγμένο προς τα πίσω στο κεφάλι του, για να δροσίζεται η ιδρωμένη του φαλάκρα. Ήταν φανερό ότι ερχόταν από δρόμο και μόλις είχε κάτσει.
  -Να χα τον πατσά της. Έχει πατσά από πουρνάρι αυτή.
  -Για πούλημα την έχω, μπάρμπα, τη θέλεις; Κάνει και για γάλα.
  -Τι να το κάνω το γάλα, τον πατσά της ήθελα εγώ, ξαναείπε.
  Εκεί τελείωσε η κουβέντα. Σηκώθηκα να φύγω.
 -Τι χρωστάω μπάρμπα, φώναξα. Ο γέρος δεν άκουσε.
 -Φύγε μη σε πιάσει η ζέστη, το κερνάω εγώ το λουκούμι, είπε ο κοιλαράς. Ντράπηκα, γιατί τον είχα παρεξηγήσει από τα περί πατσά, που έλεγε, αλλά δεν επέμενα να πληρώσω.  Ευχαρίστησα το συμπαθή, χονδρό, τράβηξα την παρέα μου και πήρα τη δημοσιά για την Άρτα.
   Έχουμε τέσσερα χιλιόμετρα για το Πουρνάρι. Άλλα δύο ως το Θεοτοκιό κι από κει αλλά δύο και φθάνουμε. Τα θραυστά σκύρα του δρόμου στουμπάνε τα πέλματα των ποδιών κι ο ήλιος άρχισε να καίει.  Η Περιστέρω, άμαθη στον κάμπο, σέρνεται όλο και πιο απρόθυμη.
   Δε θα περπατήσαμε πάνω από δυο χιλιόμετρα καρόδρομο και Περιστέρω  “έμπηξε” τα πόδια. Την τραβάω, τίποτε. Μικρή στάση, ξανατραβάω, ξεκινάει αργά. Άσχημα νέα, σκέφτηκα. Δεν άργησε και ….. μπουπ έκατσε κάτω. Τώρα τι κάνουν; Την αφήνω λίγο να ξεκουραστεί. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται πίσω μου ένα φορτηγό. Σηκώνω το χέρι μου και του κάνω σήμα να σταματήσει. Χωρίς να κόψει ταχύτητα, μπουβ, περνάει δίπλα μου ξεσηκώνοντας χαλίκια κι ένα σύννεφο κουρνιαχτό. Η γίδα τρόμαξε, εκτινάχτηκε στα πλάγια και τρικλίζοντας κατουρήθηκε από το φόβο της.
   Επιστρατεύω το περίσσευμα του κουράγιου μου και συνεχίζω αργά. Μα σε λίγο, μπουπ, κάτω. Τώρα δε λέει να σηκωθεί.
   Η απελπισία με ζώνει. Είναι φανερό ότι το ζώο εξαντλήθηκε. Ο ήλιος έχει ανέβει κι ο κάμπος άρχισε ν ανάβει. Μαύρες σκέψεις. Αν δε φθάσω έγκαιρα πρέπει να φάω όλη τη μέρα κι είμαι στη μέση στον κάμπο. Κάπου πρέπει να περάσω το μεσημέρι ώσπου να κρυώσει η μέρα. Κι έπειτα κάπου να διανυχτερεύσω. Αλλά πού; Πως;  Είναι και το ζώο. Το πρόβλημα περιπλέκεται.
   Πάνω στην απελπισία μου ξεπροβάλλει στο βάθος πίσω μου ένα κάρο, που πάει στην κατεύθυνσή μου. Το βλέπω σαν ύστατη ελπίδα. Μόλις πλησίασε με τα δυο μου χέρια ψηλά, παραδομένος, τον σταματώ. Του είπα το πρόβλημά μου και τον παρακάλεσα να με πάρει.
   Ο καροτσέρης, μεσόκοπος, σταφιδωμένος με ψαλιδισμένο μουστάκι και τραγιάσκα, χωρίς να πει λέξη, τράβηξε, σαν χειρόφρενο, τα ηνία του αλόγου και κατέβηκε. Πήγε να σηκώσει τη γίδα.
  -Πιάσε και εσύ είπε. Ένα, δύο, ώω-ωπ, επάνω. Ανέβα κι εσύ.
  Κάθισα δίπλα του. Να ο από μηχανής θεός σκέφτηκα.
  -Μέχρι τη στροφή του Νεκροταφείου θα σε πάω, είπε τραβώντας ξανά τα χαλινάρια του αλόγου.
  -Δεν πειράζει, είπα, χωρίς να έχω καταλάβει για πιο Νεκροταφείο μιλούσε και που ήταν.
   Προχωρήσαμε αμίλητοι κι ενώ ντρεπόμουν να ρωτήσω, αγωνιούσα πότε θα μου πει  “κατέβα, ως εδώ ήταν”.
   Πηγαίναμε και πηγαίναμε και κράπα-κρούπα το άλογο, και χρα-χρα-χρα το κάρο, η γίδα άρχισε να μαρκιέται (μηρυκάζει). Καλό σημάδι, σκέφτηκα, ξεκουράστηκε. Περάσαμε το Πουρνάρι, το Θεοτοκιό, τη στροφή για το Πέτα.  Μόλις συναντήσαμε την άσφαλτο στρίψαμε προς την Άρτα και σε λίγο μ ένα ώου, του καροτσέρη το άλογο σταμάτησε.
  -Από δω θα συνεχίσεις με τα πόδια, είπε και κατέβηκε να βοηθήσει στο κατέβασμα της γίδας.
  -Να σε πληρώσω, του είπα.
  -Άι στο καλό, είπε χωρίς να κοιτάξει.
   Ήταν φανερό ότι το μυαλό του ήταν κάπου προσηλωμένο. Τράβηξε τα χαλινάρια κι έστριψε αριστερά το στενό δρόμο προς το Νεκροταφείο.       
Τράβηξα κι εγώ την άκρη της ασφάλτου. Η Άρτα ήταν κοντά. Σε λίγο έμπαινα στην πόλη. Είναι ζήτημα αν συνάντησα ένα ή δύο αυτοκίνητα. Πηγαίνοντας ρώτησα κι έμαθα. Τα κρεοπωλεία ήταν όλα μαζί στο κέντρο της πόλης, πιο κάτω απ το Μονοπλιό, δεξιά κατεβαίνοντας. Εκεί θα εύρισκα τον κουμπάρο να δώσω τη γίδα.
   Ήταν ζυγιασμένο μεσημέρι, όταν επιτέλους,  τερμάτιζα. Σε ερώτησή μου, κάποιος μου έδειξε τον κουμπάρο, που ποτέ δεν έμαθα τι κουμπαριά μας συνέδεε. Γύρω στα πενήντα, γεμάτος, κοκκινωπός με μακριά χασάπικη μπλούζα, κοντό μουστάκι και στη φαλάκρα κολλημένα μαλιά που χτένιζε στα πλάγια.
   Τον πλησίασα και αφού αυτοσυστήθηκα του είπα:
  -Μου είπε ο πατέρας μου να σου δώσω τι γίδα και να μου δώσεις τρακόσιες δραχμές. Ήρθα να γραφτώ στο Γυμνάσιο.
   Περιεργάστηκε με το μάτι το ζώο και χωρίς να με κοιτάξει αποφάνθηκε:
  -Ούτε διακόσιες δεν κάνει. Ψοφίμι είναι. Τι να την κάνω; Δεν τη χρειάζομαι.
   Απρόσμενη εξέλιξη, που έπεσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι μου. Ένιωσα ένα κενό στο στομάχι, θολούρα στο μυαλό και κρύον ιδρώτα να με λούζει.
   Είναι αλήθεια ότι το ζώο από την ταλαιπωρία φαινόταν άχρηστο.
   Πήρα βαθιά ανάσα και σχεδόν κλαψουρίζοντας άρχισα τα επιχειρήματα και τα παρακάλια.
  -Μα είναι παχειά, είναι καλή αλλά περπατάει απ τα Τζουμέρκα κι έχει να φάει και να πιεί νερό ένα εικοσιτετράωρο.
   Τα κρεοπωλεία ήταν το ένα δίπλα στο άλλο σε δυο αντικριστές σειρές. Πλησιάζει ο διπλανός, που παρακολουθούσε τη σκηνή και λέει:
  -Άσε θα την πάρω εγώ, διακόσια πενήντα.
   Το ηθικό μου αναπτερώθηκε κάνοντας αυτομάτως το λογαριασμό: Διακόσιες πενήντα συν είκοσι μας κάνουν διακόσιες εβδομήντα. Είχα άθικτο και το εικοσάρικο του μπάρμπα-Γιώργου. Επιχειρώ μια προσπάθεια ακόμα προβάλλοντας το σκοπό.
  -Τα χρήματα τα θέλω να γραφτώ στο Γυμνάσιο. Η εγγραφή κοστίζει διακόσιες εβδομήντα. Δε γίνεται με διακόσιες πενήντα.
   Τότε ο κουμπάρος έκαμε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του, παραμερίζοντας την αιματοβαμμένη μπλούζα, έβγαλε ένα  χοντρό μάτσο χρήματα διπλωμένα στα δυο που ξεχύλιζε απ το χέρι του και είπε σκεφτικός:
  -Πάρε διακόσιες εβδομήντα και άφησέ την. Θα τα βρούμε με τον πατέρα σου.
   Άρπαξα τις διακόσιες εβδομήντα, ψέλλισα ένα πνιγμένο “ευχαριστώ”,   παράτησα την Περιστέρω, που ανυποψίαστη κοίταζε ακίνητη το υγρό τσιμεντοστρωμένο  δάπεδο – η ψυχή μου ήξερε με τι πόνο την αποχωριζόμουν – και άρχισα να τρέχω πάλι προς το νότο, προς την πλατεία Κιλκίς.  Δίπλα είναι το Γυμνάσιο.
   Ήταν μεσημέρι, ας πούμε ώρα μία με ρολόι, όταν διέσχισα το μεγάλο προαύλιο και πέρασα τη μεγάλη τετράφυλλη σιδεροκρύσταλλη  πόρτα του Γυμνασίου. Μπαίνοντας δεξιά στο τεράστιο χωλ, πίσω από ένα τραπεζάκι καθόταν ένας με στρογγυλά γυαλάκια  και χιτλερική, αλλά γλυκιά, φάτσα. 
  -Που πας; με ρώτησε με τυπική και άχρωμη φωνή σα να μιλούσε στον αέρα.
  -Θέλω να γραφτώ. Που πρέπει να πάω;
  -Πάρε δυόμιση δραχμές χαρτόσημο κι ανέβα στον πρώτο όροφο, στην πόρτα που γράφει Υποδιευθυντής.
   Έδωσα το εικοσάρικο, τις διακόσιες εβδομήντα τις κρατούσα σφιχτά στο άλλο χέρι, πήρα τα  χαρτόσημα και τα ρέστα κι ανέβηκα δυο δυο τα σκαλοπάτια.  
   Στο πλατύσκαλο του ορόφου  ήταν μισάνοιχτη η μπλε πόρτα που έγραφε με μεγάλα, κεφαλαία, κίτρινα σα χρυσά γράμματα ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ.  
                   
   Χτύπησα την πόρτα, τακ-τακ με το χέρι, άκουσα ένα αυστηρό  “Εμπρός” και μπήκα.  Πίσω από ένα βαρύ γραφείο ένας κύριος κοντόχοντρος με γκρι γυαλιστερό κουστούμι, χονδρά γυαλιά πρεσβυωπίας, γκρίζα μαλλιά με λοξό κολλητό χτένισμα. Δεν τον είχα δει όταν έδωσα εξετάσεις.
  -Πως λέγεσαι; με ρώτησε.
   Είπα δειλά αλλά καθαρά επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός. Σαν κάτι να του θύμισα, σήκωσε το κεφάλι, κατέβασε με το χέρι τα γυαλιά στη μύτη και με περιεργάστηκε με γυμνό μάτι.
  -Ά! εσύ είσαι ο ….. (πρόφερε το επώνυμό μου) .
  -Εγώ είμαι, είπα επιπόλαια  χωρίς να σκεφτώ αν υπήρχε και άλλος.
   Με το βλέμμα του ν ανεβοκατεβαίνει απ την κορφή ως τα νύχια, είχα την αίσθηση ότι αναμετράει τη φτώχεια που πρόδιδαν τα ρούχα μου μαζί με τη χλιμάρα της εικοσιτετράωρης ταλαιπωρίας.                                                                                 
Κατέβα στο Γιώργο τον κλητήρα, και πάρε δυο χαρτόσημα, είπε ενώ ξεφύλλιζε κάτι καταστάσεις και άνοιξε ένα τεράστιο και χοντρό ριγέ βιβλίο.
  -Έχω πάρει χαρτόσημα, απάντησα.
  -Δώστα και τελείωσες, καλή πρόοδο και εις ανώτερα, είπε, και σηκώθηκε όρθιος.
  -Να πληρώσω, δεν πλήρωσα, είπα δίνοντας τα χρήματα.
  - Δεν πληρώνεις, φύγε, είπε τείνοντάς μου το χέρι του.
  -Μα έχω τα λεφτά, αντέτεινα ηλίθια και σα να ήθελα να κρατήσω ανοιχτή την κουβέντα για να εξηγήσω το αναπάντεχο.
   -Δεν πληρώνεις, διότι αρίστευσες στις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι αριστούχοι απαλλάσσονται. Με τα λεφτά που έχεις να φκιάσεις ένα ωραίο κουστούμι. Στην εθνική γιορτή, στις 28 Οκτωβρίου, θα σε βάλουμε παραστάτη στη Σημαία.
   Τι προσβολή, σκέφτηκα, καλά κατάλαβα, ότι κοίταζε τα ρούχα μου.
  -Άντε και στο Πανεπιστήμιο, είπε χαμογελώντας λοξά, έτσι που γυάλισαν τρία ασημένια δόντια στα πλάγια.
  -Ευχαριστώ, είπα συγκινημένος και σαστισμένος τόσο, που παραλίγο να μην προσέξω το χέρι που μου πρότεινε σε χειραψία.
   Άπλωσα, επιτέλους, κι εγώ το χέρι μου και τον χαιρέτησα, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και τα μάγουλά μου έκαιγαν.
   Βγήκα από το Γυμνάσιο με το στήθος φουσκωμένο από περηφάνεια. Τα πόδια μου  “’είχαν βγάλει φτερά”.
   Περνώντας την αυλόπορτα του Σχολείου, έστριψα αριστερά και διέσχισα σχεδόν τρέχοντας τον κεντρικό δρόμο της Άρτας. Λίγο πριν βγω από την πόλη, κοντά στον Άη – Γιώργη, μου μύρισε ζεστό ψωμί. Είχα να φάω από χθες το βράδυ, εκτός από ένα λουκούμι στο Πλατανόρεμα. Αγόρασα ένα κομμάτι  ψωμί από το φούρνο του Τόλη, λίγο χαλβά από το απέναντι μπακάλικο του Πλακούτση και βιαστικά εγκατέλειψα την πόλη. Ήμουν αποφασισμένος να φθάσω το βράδυ στο χωριό, στο σπίτι μου, για ν αναγγείλω τη νίκη.
   Λίγο έξω από την πόλη ήταν το υδραγωγείο.  Ένα πολύβουο απ τα μηχανήματα κτίριο με λεύκες γύρω του και νερά που έτρεχαν από δυο βρύσες και μια χοντρή μαύρη σωλήνα. Εκεί στάθηκα λίγο, έφαγα το ψωμί και το χαλβά, ήπια νερό και με νέες δυνάμεις άρχισα τη διαδρομή ανάποδα.
   Από την επιστροφή δε θυμάμαι σχεδόν τίποτε. Κυριαρχούσαν οι εντυπώσεις από την περιπέτεια της καθόδου και την καλοσύνη των ανθρώπων. Ο μπάρμπα-Γιώργος, ο μπάρμπα-Γιάννης, ο Κοιλαράς, ο Καροτσέρης, ο Χασάπης, ο Κλητήρας και προπαντός ο κύριος Υποδιευθυντής. Ήθελα να τους φιλήσω όλους.
   Θεοτοκιό, Πουρνάρι, Πλατανόρεμα, η ανηφόρα για τη ράχη του Άη-Νικόλα. Εδώ, θυμάμαι, έτρεμαν απ την κούραση τα πόδια μου. Από την κορυφή της ράχης του Άη-Νικόλα αγνάντεψα τα περήφανα Τζουμέρκα και πήρα κουράγιο. Μια ντουφεκιά δρόμος μου φάνηκε ότι απόμεινε.  
   Τρεχάλα την κατηφόρα και το ηλιοβασίλεμα πέρασα την Καλεντίνη. Από εδώ, συνεχώς άσπρος γιαλός και πλατάνια του Σαραντάπορου. Με καθοδηγεί η θέληση και το Πολικό Αστέρι. Όταν έμπαινα στα πυκνά πλατάνια μ έπιανε φόβος στο σκοτάδι και ακολουθούσα τις κορδέλες του γιαλού. Το ένοχο φεγγάρι αργούσε να φανεί.   
   Στου Μίχα, στο ποτάμι, λίγο πριν φθάσω με αλύχτησαν κάτι σκυλιά.
   Φθάνοντας με υποδέχτηκε πρώτος ο πιστός μας σκύλος, ο Νταβέλης. Ο πατέρας μου με περίμενε. Κάθισα καταγής. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν άλλο. Εκείνος με άκουγε όρθιος. Προς το τέλος της αφήγησης ένιωσα τη ζεστή παλάμη του στο κεφάλι μου. Θυμήθηκα την ευλογία του Ισαάκ.
   Είχε κάτσει δίπλα μου χωρίς να πει λέξη. Έβγαλε την ταμπακιέρα του, την άνοιξε, ξεχώρισε με την αφή ένα τσιγαρόχαρτο, το έβαλε ανάμεσα στα δάκτυλα, δείχτη και αντίχειρα, του αριστερού χεριού, το έκαμε λούκι πιέζοντας με το δεξί δείχτη, πήρε μια δράκα καπνό με τα τρία δάκτυλα του δεξιού χεριού και τον τοποθέτησε στο χαρτί. Τακτοποίησε τον καπνό πάλι με το δεξιό δείχτη, και με τα δυο χέρια έστριψε επιδέξια το τσιγάρο. Το έφερε στα χείλη, έβρεξε με τη γλώσσα του την άκρη του χαρτιού, κατά μήκος, και το κόλλησε. Όλες οι κινήσεις αργές σα να ταν ιεροτελεστία.
   Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και, χρατς, με τον πετρελαιοκίνητο σκουριασμένο αναπτήρα του το άναψε. Η κίτρινη φλόγα του αναπτήρα φώτισε παράξενα το χαραγμένο απ το χρόνο και τις κακουχίες πρόσωπό του. Οι ρυτίδες του έμοιαζαν βαθιές μαύρες χαράδρες. Τα μονίμως απύθμενα μάτια του μου φάνηκαν γεμάτα και γυαλιστερά.
   Αντιλήφθηκε ότι τον παρατηρούσα και, σα να ήθελε να κρύψει το πρόσωπό του, έστριψε το κεφάλι του. Με την κίνηση, το μάτι, που ακόμα έβλεπα απ το πλάι, ξεχείλισε κι άφησε να κυλήσει ένα δάκρυ σαν κορόμηλο.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
Παρέλειψα τους αποστρόφους. Αν από λάθος κατά την πληκτρολόγηση  έκανα κάποιο άλλο μικρό λάθος, θα παρακαλούσε να με συγχωρήσει ο συγγραφέας του διηγήματος.
Το Γιώργος Αντάρης είναι το ψευδώνυμο του συγγραφέα.
Το κείμενο του περιοδικού  μου έδωσε ο Νίκος (που ο πατέρας του καταγόταν    από τη Χώσεψη – Κυψέλη) και θέλει να κρατήσει κι αυτός την ανωνυμία του.                                
Με αυτά τα βιώματα οι Ηπειρώτες διανοούμενοι σπούδασαν και μεγάλωσαν. Γι αυτό στην  πλειοψηφία τους  έγιναν εντιμότατοι και εργατικότατοι επιστήμονες.
Κώστας Α. Παππάς. ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017     

1 σχόλιο:

  1. Σας ευχαριστούμε γι αυτήν την τόσο ωραία ιστορία! Γεμάτη αναμνήσεις, εικόνες και μυρωδιές από τη δικιά μας ιστορία, την ιστορία των γονιών μας. Φαντάζομαι τι ωραία θα ήταν να τη διηγόταν κάποιος παππούς στα εγγόνια του ένα βράδυ του χειμώνα!
    Αυτές οι ιστορίες πρέπει να διαφυλαχθούν, να ενσωματωθούν στη μνήμη μας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχολιάστε χωρίς φόβο και πάθος